φελλογόνο

φελλογόνο
το, Ν
βλ. φελλογόνος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φελλογόνος — α, ο, θηλ. και ος, Ν φρ. «φελλογόνο κάμβιο» βοτ. στρώμα μεριστωματικών κυττάρων που βρίσκεται στον φλοιό τού βλαστού ή τής ρίζας πολλών φυτών τα οποία υφίστανται δευτερογενή κατά πάχος αύξηση, αποτελεί ιστό συστατικό τού περιδέρματος και… …   Dictionary of Greek

  • φελλόδερμα — το, Ν βοτ. απλός παρεγχυματικός ιστός τού περιδέρματος που παράγεται από το φελλογόνο κάμβιο προς την εσωτερική πλευρά του, ενώ προς την εξωτερική παράγεται ο φελλός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phelloderm < φελλός + δέρμα] …   Dictionary of Greek

  • φελλός — Ειδικός φυτικός ιστός, που επενδύει ως προστατευτικό στρώμα, μικρότερου ή μεγαλύτερου πάχους, τους κορμούς και τις ρίζες όλων των δικοτυλήδονων ξυλωδών φυτών. Παράγεται από ένα δευτερογενές μερίστωμα, το φελλογόνο, και αποτελείται από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”